Όλα ξεκίνησαν στις 29 Μαρτίου του 1889 όταν ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Χαρίλαος Τρικούπης μίλησε στο ελληνικό Κοινοβούλιο, εστιάζοντας στην ανάγκη γεφύρωσης του Στενού Ρίου-Αντιρρίου. Το όραμα του Χαρίλαου Τρικούπη για τη γεφύρωση των περίπου τριών χιλιομέτρων που χωρίζουν το Ρίο από το Αντίρριο υλοποιήθηκε το 2004, όταν και τέθηκε σε λειτουργία η μεγαλύτερη γέφυρα στην Ελλάδα, βελτιώνοντας την καθημερινότητα των πολιτών και ενώνοντας την Πελοπόννησο με την Στερεά Ελλάδα.
Στις 25 Μάϊου του 2007 σε ειδική τελετή ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας ονόμασε την εν λόγω γέφυρα προς τιμή του οραματιστή της σε Γέφυρα Χαρίλαος Τρικούπης.
Στα 20 χρόνια της λειτουργίας της μακρύτερης γέφυρας της Ελλάδας συνολικά έχουν πραγματοποιηθεί 77 εκατομμύρια διελεύσεις οχημάτων. Την γέφυρα σήμερα διασχίζουν κατά μέσον όρο 12.000 οχήματα σε καθημερινή βάση, εκ των οποίων το 80%-85% είναι Ι.Χ.
Πριν από την κατασκευή της, η διέλευση του Κορινθιακού κόλπου γινόταν με πλοία, μια διαδικασία που συχνά ταλαιπωρούσε τους πολίτες, ιδιαίτερα όταν οι καιρικές συνθήκες ήταν κακές. Η υλοποίηση της γέφυρας άλλαξε ριζικά την καθημερινότητα των κατοίκων της Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, μειώνοντας τον χρόνο διαδρομής και ενισχύοντας την ανάπτυξη της περιοχής.
Το έργο ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1998 και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2004 και το συνολικό κόστος της κατασκευής της γέφυρας ανέρχεται στα 630 εκατομμύρια ευρώ με χρηματοδότηση από το Ελληνικό δημόσιο, την κοινοπραξία και δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Τα εγκαίνια της γέφυρας Ρίου Αντίρριου – Χαρίλαου Τρικούπη, της μεγαλύτερης καλωδιωτής γέφυρας στον κόσμο, έγιναν στις 12 Αυγούστου του 2004, την παραμονή της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και εφτά μήνες νωρίτερα από την συμβατική ημερομηνία ολοκλήρωσης των εργασιών.
Η γέφυρα Ρίου Αντίρριου – Χαρίλαου Τρικούπη διακρίνεται για τα υψηλά επίπεδα αντοχής, καθώς μπορεί να αντέξει σε ενδεχόμενη σύγκρουση δεξαμενόπλοιου με εκτόπισμα 180.000 τόνων, ταχύτητες ανέμου 265 χλμ./ώρα που αντιστοιχούν σε τυφώνα κατηγορίας 5, αλλά σεισμούς μεγαλύτερους των 7,4 της κλίμακας Ρίχτερ.
Η γέφυρα στηρίζεται σε 4 πυλώνες, το μέγιστο βάθος θεμελίωσης φθάνει τα 65 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας με συνολικό μήκος 2.252 μέτρα ,ενώ μαζί με τις προσβάσεις φθάνει τα 2.883 μέτρα. Το κατάστρωμα της γέφυρας έχει πλάτος 27,2 μέτρα με δυο λωρίδες σε κάθε κατεύθυνση, μια λωρίδα ασφαλείας (ΛΕΑ) και λωρίδα ποδηλατοδρόμου και πεζοδρομίου.
Η συντήρηση της γέφυρας είναι κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση και φέτος. Το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια σεισμογενή περιοχή οδήγησε στην επιλογή ειδικών κατασκευών και καινοτόμων λύσεων για τη σταθεροποίηση και την ασφάλειά της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι δύο αρμοί διαστολής που συνδέουν την κυρίως γέφυρα (η οποία δεν στηρίζεται στους πυλώνες, αλλά είναι αναρτημένη με καλώδια) με τις δύο γέφυρες πρόσβασης στο Ρίο και στο Αντίρριο.
Φέτος μετά από 20 χρόνια λειτουργίας της γέφυρας πραγματοποιήθηκε η βαριά συντήρηση του πρώτου από τους αρμούς στο Αντίρριο και το 2025 θα συντηρηθεί ο δεύτερος αρμός (στην πλευρά του Ρίου).
Εκτεταμένοι έλεγχοι πραγματοποιούνται στη γέφυρα κάθε χρόνο διά αέρος και διά θαλάσσης, με αλπινιστές και δύτες σε συνεργασία από ειδικευμένα συνεργεία από Ελλάδα και εξωτερικό. Κάθε εργασία συντήρησης της γέφυρας είναι εξ αντικειμένου μια πρόκληση. «Το κύριο ζητούμενο είναι η πρόσβαση είτε κάτω από το κατάστρωμα είτε ψηλά στους πυλώνες, ή βαθιά μέσα στη θάλασσα. Οχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και την απομάκρυνση των υλικών που πρέπει να απορριφθούν.
Οι αλπινιστές ολοκλήρωσαν τις ετήσιες εργασίες συντήρησης την προηγούμενη εβδομάδα και την επόμενη εβδομάδα ακολουθούν οι δύτες. «Οι δύτες θα επιθεωρήσουν το σκυρόδεμα στους πυλώνες της γέφυρας και θα πραγματοποιήσουν εργασίες όπου χρειάζεται στη λεγόμενη «ζώνη διαβροχής», που εκτείνεται πέντε μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας έως 10 μέτρα πάνω από αυτήν (περίπου 425 τ.μ. ανά πυλώνα). Είναι μια περιοχή που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή λόγω του συνδυασμού χλωριόντων (αλάτι) και οξυγόνου που δημιουργούν τη μεγαλύτερη έκθεση σε θαλάσσια διάβρωση. Οι υποβρύχιες και θαλάσσιες επιθεωρήσεις αποτελούν μια σημαντική επιχείρηση που επαναλαμβάνεται κάθε 4 έτη. Αποτελούν δε μέρος μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής (σχεδιασμός, κατασκευή, παρακολούθηση επίδοσης του υλικού και οπτική παρακολούθηση) για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας της υποδομής καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής της».
Βίντεο: Michael Miller