Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι διακοσμητικός

Κάποια στιγμή πρέπει να συζητήσουμε για το ποιος είναι ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας και της διαδικασίας εκλογής του

Στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια σημαντική αντίφαση.

Από τη μια, τον θεωρούμε αρχηγό του κράτους, τον κορυφαίο πολιτειακό άρχοντα, του αποδίδουμε σχετικές τιμές, η υπογραφή του είναι απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε νομοθετήματος.

Από την άλλη, πρακτικά καταλήγουμε, ιδίως μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, να τον θεωρούμε απλώς μια συμβολική επιλογή όποιου είναι πρωθυπουργός τη στιγμή της εκλογής, και μάλιστα μια επιλογή με κοντόθωρα κριτήρια κομματικού υπολογισμού.

Βεβαίως, η αντίφαση δεν είναι τωρινή. Αποτυπώνεται σε όλη τη διαδρομή του θεσμού της Προεδρίας της Δημοκρατίας από τη Μεταπολίτευση και μετά.

Αρκεί να θυμηθούμε ότι η αρχική επιλογή για προεδρευόμενη δημοκρατία ήρθε μετά από αρκετές ταλαντεύσεις ως προς το εάν θα έπρεπε να είναι μια προεδρική δημοκρατία – ένα πρότυπο που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εν μέρει τουλάχιστον συζητούσε, εξ ου και οι λεγόμενες «υπερεξουσίες» που περιλάμβανε.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήδη το 1975 είχε στο νου τη μεταπήδηση στην Προεδρία της Δημοκρατίας και ήθελε να έχει έναν ισχυρό ρόλο.

Βεβαίως, το γεγονός ότι ο ΠτΔ δεν εκλέγεται από το λαό αλλά από τους βουλευτές, σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό που εκπροσωπεί τη λαϊκή βούληση, σήμαινε ότι οποιαδήποτε υπερβολική ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του θα ερχόταν σε σύγκρουση με τον τρόπο εκλογής του.

Αυτή, άλλωστε, η αποσαφήνιση των διαφορετικών ρόλων και αρμοδιοτήτων ήταν και τμήμα της αναθεώρησης του 1986, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου εξασφάλισε την περικοπή των «υπερεξουσιών».

Ωστόσο και πάλι θεωρήθηκε αυτονόητο ότι ακριβώς επειδή ο ΠτΔ είναι o ανώτερος πολιτειακός παράγοντας της χώρας έπρεπε να εκλέγεται με ευρεία συναίνεση, δηλαδή να απαιτούνται ακόμη και στην τελευταία ψηφοφορία 180 βουλευτές, διαφορετικά η Βουλή διαλυόταν και η χώρα πήγαινε σε κάλπες, που εμμέσως θα σχημάτιζαν και πλειοψηφία για την προεδρική εκλογή.

Επειδή, όμως, θεωρήθηκε ότι η απαίτηση για ενισχυμένη πλειοψηφία 180 βουλευτών αντί για πίεση για συναίνεση ήταν τελικά μια ευκαιρία για την αντιπολίτευση να προκαλέσει πρόωρες εκλογές, διαμορφώθηκε το κλίμα για την αποσύνδεση της εκλογής προέδρου από τη διάλυση της Βουλής.

Τότε ήταν που έγινε ένα κρίσιμο βήμα για την αποδυνάμωση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και αυτό γιατί παρότι ορθά επιλέχτηκε η αποσύνδεση από τις εκλογές, δεν υιοθετήθηκε η πρόταση να διατηρηθεί η απαίτηση για 180 βουλευτές και να επαναλαμβάνονται οι ψηφοφορίες μέχρι την επίτευξη συναίνεσης. Αντιθέτως, υιοθετήθηκε η πρόταση στην τέταρτη ψηφοφορία να απαιτούνται 151 βουλευτές, δηλαδή η κυβερνητική πλειοψηφία να εκλέγει τον Πρόεδρο της αρεσκείας της.

Σχηματικά, αυτό που θα συμβεί σε λίγες εβδομάδες με την εκλογή του Κώστα Τασούλα στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Όμως, όταν ο ΠτΔ εκλέγεται απλώς από την κυβερνητική πλειοψηφία, αυτό εξ ορισμού υπονομεύει τον όποιο θεσμικό ρόλο μπορεί να έχει. Δηλαδή, πώς μπορεί να τον λέμε ανώτατο πολιτειακό παράγοντα και ταυτόχρονα να τον εκλέγουμε απλώς με βάση τη βούληση της κυβέρνησης εκείνη τη στιγμή.

Είναι σαν να συνομολογούμε ότι είναι ένα αξίωμα «διακοσμητικό» και κατάλληλο μόνο για την ετήσια δεξίωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.

Ούτε βεβαίως βοηθούν δηλώσεις που ούτε λίγο, ούτε πολύ λένε ότι τώρα χρειαζόμαστε έναν πρόεδρο που να μπορεί να σταθεί σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, δηλαδή να μπορεί να πει και καμιά κουβέντα γι’ αυτό, και επομένως ένα «πολιτικό πρόσωπο».

Γιατί αυτή η δήλωση ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι το 2020 επιλέχτηκε ένα πρόσωπο μη πολιτικό, που δεν θα μπορούσε να σταθεί σε διεθνές περιβάλλον. Και εάν επιλέχτηκε με την εκτίμηση ότι δεν θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει ευρύτερες κρίσεις, τότε όσοι έκαναν την πρόταση ας αναλάβουν και την ευθύνη για την έλλειψη διορατικότητας που είχαν.

Και τα πράγματα απλώς μπορούν να γίνουν χειρότερα, εάν περάσει η πρόταση για μία θητεία και δη εξαετή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Γιατί αυτό θα επικυρώνει τον διακοσμητικό και δευτερεύοντα ρόλο. Θα τον καταστήσει στην καλύτερη περίπτωση ένα είδος τιμητικής αποστρατείας για όποιον επιλέγει η τότε πλειοψηφία να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, στη χειρότερη τον τρόπο ώστε μια κυβέρνηση να μπορεί να έχει τον «ανώτατο πολιτειακό παράγοντα» να αναπαράγει τη δική της ρητορική, εφόσον από τις τάξεις της θα προέρχεται.

Αυτό όχι μόνο θα επικυρώνει την πρωθυπουργικοκεντρική λογική που ούτως ή άλλως έχει η εκδοχή δημοκρατίας που έχουμε – σε τελική ανάλυση όντως ο πρωθυπουργός είναι ο «κυβερνήτης» που εκλέγεται από τον λαό – αλλά και θα εμπεδώνει στην κοινωνία την αντίληψη ότι δεν υπάρχουν θεσμοί πραγματικά ανεξάρτητοι από τις κομματικές επιλογές και οι «θεσμοί» είναι τελικά θέατρο σκιών.

Δύσκολα μπορώ να δω πώς όλα αυτά αποτελούν αναβάθμιση της ποιότητας της δημοκρατίας μας ή «καλύτερη λειτουργία των θεσμών».

Γι’ αυτό τον λόγο θα είχε σημασία να κάναμε ξανά μια συζήτηση για το τι είναι και ποιος μπορεί να είναι ο θεσμικός ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ποιες αρμοδιότητες πρέπει να έχει ώστε όντως να είναι τμήμα των εγγυήσεων του δημοκρατικού πολιτεύματος, χωρίς να καταλήγει ούτε στο να επαναφέρουμε τη βασιλεία από την πίσω πόρτα, ούτε όμως και στο να έχουμε απλώς έναν αιρετό τελετάρχη της δημοκρατίας. Όπως και πρέπει να επαναφέρουμε την απαίτηση για 180 βουλευτές και άρα για ευρύτερη συναίνεση στο πρόσωπό του. Χωρίς να διαλύεται η Βουλή αλλά και χωρίς την «ευκολία» των 151. Και ει δυνατόν με την πρόβλεψη ότι δεν μπορεί να είναι «μη πολιτικό πρόσωπο».

Σχετικά

Αφήστε ένα σχόλιο