Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος πέθανε σήμερα, έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου είχε μεταφερθεί εσπευσμένα από τα Τίρανα.
Όλα ξεκίνησαν λίγο πριν την εκπνοή του 2024, όταν εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» Τιράνων με εποχική ίωση.
Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε τις επόμενες ημέρες, εξαιτίας γαστρορραγίας. Για τον λόγο αυτό, χρειάστηκε να γίνει στις 3/1 η αεροδιακομιδή του από τα Τίρανα στην Αθήνα με αεροσκάφος C-27J, το οποίο διέθεσαν οι Ένοπλες Δυνάμεις, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ).
Ο Αρχιεπίσκοπος εισήχθη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου λίγες μέρες μετά η κατάστασή του παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση και διασωληνώθηκε. Ωστόσο, η υγεία του ήταν αρκετά επιβαρυμένη και μετά από αρκετές μέρες νοσηλείας, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος εκοιμήθη.
Ποιος ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος
Γεννημένος στις 4 Νοεμβρίου 1929 στον Πειραιά, ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ήταν προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Θεολόγος, κληρικός, συγγραφέας, ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίο Αθηνών, επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, Αναστάσιος αφήνει πίσω του μία πλούσια παρακαταθήκη ενώ το 2000 είχε προταθεί για Νόμπελ Ειρήνης.
Η διαδρομή του Αναστάσιου
Αριστούχος απόφοιτος του Β’ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου για να λάβει το πτυχίο του το 1952, επίσης με άριστα, επιτυγχάνοντας την υψηλότερη βαθμολογία πτυχιούχου της Θεολογικής Σχολής Αθηνών – 9,53. Συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές Θρησκειολογίας, Eθνολογίας, Iεραποστολικής, Aφρικανολογίας, στα Πανεπιστήμια Aμβούργου και Mαρβούργου Γερμανίας (1965-69), ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt.
Αναγορεύθηκε Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1970, ομόφωνα άριστα, με ειδικό βραβείο). Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1952-54) φοίτησε στις Σχολές Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου και Διαβιβάσεων Χαϊδαρίου, στις οποίες πρώτευσε και έγινε «Αρχηγός Σχολής».
Αναγορεύτηκε σε έκτακτο Καθηγητή Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ορίστηκε Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας (1983-1986) και από το 1976 τακτικός καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1983-1987), από το οποίο αποχώρησε το 1997 ως ομότιμος Καθηγητής, έχοντας αναπτύξει σημαντικό επιστημονικό έργο.
Στην Ελλάδα, υπηρέτησε ως λαϊκός θεολόγος αρχικά και εργάσθηκε σε διάφορους τομείς της εσωτερικής ιεραποστολής – κήρυγμα, χριστιανική αρθρογραφία, κατήχηση, οργάνωση κύκλων βιβλικών μελετών, νεανικών και φοιτητικών κατασκηνώσεων.
Δραστηριοποιήθηκε έντονα σε οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας και το 1959 ίδρυσε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο «Πορευθέντες». Θεμελίωσε δε την ελληνόφωνη ιεραποστολική συνείδηση τον 20ο αιώνα, με την ίδρυση του «Διορθόδοξου Ιεραποστολικού Κέντρου».
Στην Ανατολική Αφρική
Αρχιμανδρίτης ων από το 1964, ο Αναστάσιος έστρεψε το έργο του στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα αλλά και στην Τανζανία και την Κένυα διερευνώντας τις δυνατότητες συστηματικής Ορθοδόξου Ιεραποστολής.
Ίδρυσε και οργάνωσε, στη συνέχεια, την Πατριαρχική Σχολή «Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Mακάριος», την οποία διηύθυνε επί δεκαετία. Xειροτόνησε 62 αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 αναγνώστες – κατηχητές προερχόμενους από οκτώ αφρικανικές φυλές, μεταξύ των οποίων τους τέσσερις πρώτους κληρικούς Τανζανούς. Συγχρόνως προώθησε τις μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας σε 4 αφρικανικές γλώσσες.
Μερίμνησε για τη σταθεροποίηση 150 περίπου Ορθοδόξων ενοριών και πυρήνων και την ανέγερση δεκάδων ναών˙ ανήγειρε επτά ιεραποστολικούς σταθμούς, φρόντισε για τη δημιουργία σχολείων και ιατρικών σταθμών. Αναγνωρίσθηκε «Μέγας Ευεργέτης» του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας (2009).
Να σημειωθεί ότι, στη διάρκεια των ιεραποστολικών του εξορμήσεων, φρόντισε να εντρυφήσει στις τοπικές διαλέκτους, προκειμένου να έχει άμεση επικοινωνία με το ποίμνιό του. Επομένως, εκτός της μητρικής και της αρχαίας ελληνικής, ο Αναστάσιος μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αλβανικά και είχε γνώσεις λατινικής, ισπανικής, ιταλικής, ρωσικής, κισουαχίλι.
Επίσης, μελέτησε τα διάφορα θρησκεύματα (Αφρικανικά θρησκεύματα, Ινδουϊσμό, Βουδδισμό, Ταοϊσμό, Κομφουκιανισμό, Ισλάμ) στις χώρες που ακμάζουν (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία, Νιγηρία, Ινδία, Ταϋλάνδη, Κεϋλάνη, Κορέα, Ιαπωνία, Kίνα, Βραζιλία, Καραβαϊκή, Λίβανο, Συρία, Αίγυπτο, Τουρκία κ.α.).
Χρειάστηκε, να διακόψει το ιεραποστολικό του έργο στην Αφρική όταν προσβλήθηκε από ελονοσία. Ο Αναστάσιος ίδρυσε το ιεραποστολικό περιοδικό Πάντα τα Έθνη, το οποίο διεύθυνε από το 1981 μέχρι το 1991 και το ίδιο διάστημα, (1981 – 1991), βρέθηκε ξανά στην Αφρική υπηρετώντας ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής.
Εκκλησιαστική και κοινωνική διακονία
Ο Αναστάσιος εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Ασωμάτων – Πετράκη (1.8.1960). Ακολούθως, χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος, Πρεσβύτερος με το οφίκιο του Αρχιμανδρίτου, Τιτουλάριος Επίσκοπος Aνδρούσης για την οργανική θέση του Γενικού Διευθυντού της «Aποστολικής Διακονίας της Eκκλησίας της Eλλάδος».
Από τη θέση του Γενικού Διευθυντού της «Αποστολικής Διακονίας», προώθησε διάφορα θεολογικά, εκπαιδευτικά, οικοδομικά και εκδοτικά προγράμματα της Eκκλησίας.
Με εντολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνέγραψε τρία Κατηχητικά Βοηθήματα για τους διδάσκοντες στα Μέσα Κατηχητικά Σχολεία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Στη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία, εξυπηρέτησε ιερατικώς τους εκεί Έλληνες εργάτες και φοιτητές.
Ανέκαθεν στάθηκε κοντά στους νέους και κυρίως στους φοιτητές, διακονώντας τους. Μάλιστα, το Φεβρουάριο του 1973 είχε μεταβεί στην κατειλημμένη από φοιτητές που διαμαρτύρονταν εναντίον της δικτατορίας Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μεταφέροντας τρόφιμα και για να εμψυχώσει τους έγκλειστους. Δεν δίστασε δε αργότερα, να διαμαρτυρηθεί στην ΕΣΑ για τις συνθήκες κράτησης.
Επιπλέον, ο Αναστάσιος κινητοποίησε τους αρμοδίους παράγοντες του Υπουργείου Πολιτισμού και τις Ιερές Μητροπόλεις της Ελλάδος για την καταγραφή της εκκλησιαστικής κειμηλιακής περιουσίας.
Ιδιαίτερα ανέπτυξε τον τομέα εξωτερικής ιεραποστολής με τη συνεχή συμπαράσταση στα ιεραποστολικά κλιμάκια Kορέας, Iνδίας, Aφρικής και με την οργάνωση της Eβδομάδος Eξωτερικής Iεραποστολής.
Ο Αναστάσιος στην Αλβανία
Tο εκκλησιαστικό έργο του Aναστασίου κορυφώνεται στην αποστολή που του ζητήθηκε από το Oικουμενικό Πατριαρχείο για την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Oρθοδόξου Aυτοκεφάλου Eκκλησίας της Aλβανίας, η οποία είχε καταρρεύσει ύστερα από τον επί 46 έτη διωγμό υπό του μοναδικού «αθεϊστικού κράτους» της υφηλίου.
Αρχικά εργάσθηκε ως Πατριαρχικός Έξαρχος (Iαν. 1991 – Iούν. 1992). Ανυψώθηκε σε Μητροπολίτη Aνδρούσης (Aυγ. 1991 – Iούν. 1992) και εξελέγη Aρχιεπίσκοπος Tιράνων και πάσης Αλβανίας (24 Ιουνίου 1992).
Μέσα σε τεράστιες δυσκολίες, κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει εκ βάθρων την Αυτοκέφαλη Eκκλησία της Aλβανίας και διαμόρφωσε νέο Καταστατικό Χάρτη (2006).
Με επίσημη Συμφωνία με την Κυβέρνηση της Αλβανίας, η οποία έγινε νόμος του Κράτους το 2009, καθορίσθηκαν οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες. Ίδρυσε τη Θεολογική-Iερατική Σχολή (Aκαδημία) «Aνάστασις» στο Δυρράχιο το 1992, το Eκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Aργυρόκαστρο και στο Σούκθ-Δυρράχιο όπως και Σχολή της Βυζαντινής Μουσικής στα Τίρανα. Σημειωτέον, όλα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα με οικοτροφεία.
Mόρφωσε και χειροτόνησε 168 νέους κληρικούς. Ίδρυσε Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Φρόντισε για τη μεταφραστική προσπάθεια, την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία της Eκκλησίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών, αναστήλωσε 60 ναούς και μοναστήρια-πολιτιστικά μνημεία και επισκεύασε 160 ναούς και 70 εκκλησιαστικά κτίρια για σχολεία, νεανικά κέντρα, κέντρα υγείας, ξενώνες, εργαστήρια, συσσίτια για τους φτωχούς κ.λ.π., στο σύνολο 450 κτίρια. Ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων.
Ίδρυσε την πρώτη Ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα Ngjallja «Aνάστασις», το παιδικό περιοδικό Gëzohu «Χαίρε», το νεανικό περιοδικό Kambanat «Καμπάνες», την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim «Έρευνα», το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania» καθώς και Ραδιοφωνικό σταθμό Radio-Ngjallja. Μερίμνησε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων). Αγωνίσθηκε για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε πρωτοποριακά προγράμματα στους τομείς εκπαιδεύσεως, υγείας, κοινωνικής προνοίας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας. Ίδρυσε την Ορθόδοξο Κλινική «Ευαγγελισμός» (Διαγνωστικό Ιατρικό Κέντρο) με 24 ειδικότητες και τρία πολυϊατρεία σε άλλες πόλεις· Επίσης το Ινστιτούτο Επαγγελματικής Καταρτίσεως, με έξι ειδικότητες στα Tίρανα και τέσσερις ειδικότητες στο Αργυρόκαστρο, το οποίο λειτούργησε μεταξύ 1998-2008 και αναβαθμίστηκε εν συνεχεία στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο «Λόγος».
Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο στο Μεσοπόταμο. Τρία εννιάχρονα Σχολεία και Λύκεια στα Τίρανα, στο Δυρράχιο, στην Κορυτσά και στο Αργυρόκαστρο, οικοτροφείο Μαθητριών Λυκείου στο Βουλιαράτι, 19 νηπιαγωγεία σε διάφορες πόλεις. Φρόντισε για την κατασκευή δρόμων, υδραγωγείων, γεφυρών, την επισκευή δημοσίων σχολείων, κ.α.
Κατά την περίοδο 2013 – 2019 πραγματοποιήθηκε η κατασκευή τριών υδροηλεκτρικών έργων συνολικής ισχύος 19 MW (Librazhd, Llenge, Sllabinja), τα οποία συμβάλλουν στην ενίσχυση των υποδομών της χώρας και έχει σαφή κοινωνικό σκοπό. Με τα έσοδά τους, η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας θα συνεχίσει τις πνευματικές, φιλανθρωπικές και εκπαιδευτικές προσπάθειες. Μετα την εξόφληση των δανείων ένα ποσοστό θα διατίθεται για πτωχότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Mε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες δόθηκε εργασία σε χιλιάδες ανθρώπους, δημιουργήθηκαν σοβαρά έργα κοινωνικής υποδομής και η Ορθόδοξος Εκκλησία της Αλβανίας αναδείχθηκε σε πολυδύναμο πνευματικό και αναπτυξιακό παράγοντα.
Ο Αρχιεπίσκοπος υπήρξε επίσης, ιδρυτικό μέλος και κατά διαστήματα Πρόεδρος της Διομολογιακής Βιβλικής Εταιρείας της Αλβανίας και του Διαθρησκειακού Συμβουλίου της Αλβανίας, το οποίο τιμήθηκε απο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το ανώτατο παράσημο “Nderi i Kombit” (Τιμή του Έθνους) (2021).
Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου (1999) οργάνωσε ευρύτατο ανθρωπιστικό πρόγραμμα, το οποίο βοήθησε 33.000 περίπου πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Αλβανίας. Συνέδεσε την Εκκλησία της Αλβανίας με διεθνείς Εκκλησιαστικούς Οργανισμούς. Kατά την ένταση μεταξύ Ελλάδος – Αλβανίας συνέβαλε στην εκτόνωσή της και στην προσέγγιση των δύο χωρών. Συγχρόνως αγωνίσθηκε για την άμβλυνση των αντιθέσεων στα Βαλκάνια. Το 2000, κατόπιν προτάσεως 33 Ακαδημαϊκών της Ακαδημίας Αθηνών και πολλών προσωπικοτήτων της Αλβανίας, υπήρξε υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης.
Το διεθνές έργο του Αναστάσιου
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, ανέπτυξε έντονη διεθνή διεκκλησιαστική δραστηριότητα. Συμμετείχε σε διεθνείς οργανισμούς και επιστημονικές επιτροπές. Μετείχε σε πολλά διεθνή συνέδρια, διορθόδοξες, διαχριστιανικές και διαθρησκειακές συσκέψεις, εκπροσωπώντας την Εκκλησία ή την επιστήμη σε διαφόρους διεθνείς Οργανισμούς. Έδωσε διαλέξεις σε πανεπιστήμια του εξωτερικού κυρίως επάνω σε θέματα σχετικά με τη σύγχρονη χριστιανική σκέψη, τον διαθρησκειακό διάλογο, την παγκόσμια αλληλεγγύη και ειρήνη. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (2006) και Επίτιμος Πρόεδρος της «Παγκοσμίου Διασκέψεως των Θρησκειών για την Ειρήνη» (2006).
Συγγραφικό έργο
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος είχε συγγράψει και εκδώσει 24 βιβλία (θρησκειολογικές εύρυνες, ιεραποστολικά δοκίμια, Ορθοδόξου πνευματικότητος) και πλέον των 200 μελετών και άρθρων θεολογικού ή θρησκειολογικού περιεχομένου. Βιβλία και διάφορα κείμενά του έχουν μεταφραστεί σε 17 γλώσσες. Κατά τη μακρόχρονη Ορθόδοξη μαρτυρία του, συνδύασε θεολογική γνώση και θρησκειολογική έρευνα με ιεραποστολική και ποιμαντική διακονία, με κοινωνική ευαισθησία και προσφορά.
Η συμβολή του στην επιστήμη, τη σύγχρονη χριστιανική μαρτυρία, την διαχριστιανική προσέγγιση, τον διαθρησκεικό διάλογο και την ειρηνική συνύπαρξη λαών και θρησκειών τυχγάνει διεθνούς αναγνώρισης.
Διακρίσεις
Τιμήθηκε με τα παράσημα του Τιμίου Σταυρού του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου, A΄ Τάξεως, του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (1985)· της Αγίας Αικατερίνης της Μονής Σινά (1985)· του Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας (1986). Έλαβε το Αργυρούν μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, «ως εμπνευστής και πρωτοπόρος της ιεραποστολικής θεολογίας και δράσεως» (1987)˙ από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό τον Xρυσούν Σταυρόν μετά δάφνης (1994), «για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην Ορθοδοξία, την Εκκλησία, τον λαό της Αλβανίας και την πολυσήμαντη συμβολή του στην προώθηση της φιλίας των λαών Ελλάδος και Αλβανίας»· τoν Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Τιμής (1997) της Ελληνικής Δημοκρατίας· το παράσημο του Ισαποστόλου μεγάλου ηγεμόνος Βλαδιμήρου (A’ τάξεως) της Ρωσικής Εκκλησίας (1998)· το παράσημο του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1999)· τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου (2000).
Tο «βραβείο έργου ζωής» του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού, για τις προσπάθειές του για την ειρήνη και συνεργασία των λαών της Βαλκανικής και την ενδυνάμωση του οικουμενικού πνεύματος της Ορθοδοξίας (2000).
Τιμήθηκε επίσης με τα βραβεία Athenagoras Human Rights Award 2001 (Νέα Υόρκη)· το «Pro Humanitate» (2001), του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Ιδρύματος Pro Europe (Freiburg)· του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος (2001)· το Χρυσό μετάλλιο Τιμής και Ευποιΐας της Πόλης των Αθηνών (2001)· το Χρυσό Κλειδί της πόλης Θεσσαλονίκης (2002), της Λαμίας (2002)· το “Οδύσσειο βραβείο” της Παγκόσμιας ομοσπονδίας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων (2002)· Επίτιμος Δημότης Κεφαλληνίας (2002)· το Πολωνικό ανθρωπιστικό βραβείο, “Ecce Homo” για τη συνεπή δράση με ανιδιοτελή αγάπη προς τον συνάνθρωπο (2003). Μετάλλιο της πόλεως των Αθηνών (2003).
Παράσημο από τον Πρόεδρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας (2003). Χρυσό Μετάλλιο Α’ Τάξεως Δήμου Πειραιώς (2005). Επίτιμος δημότης Τιράνων (2005) και Κορυτσάς (2007). Βραβείο “διακεκριμένων δραστηριοτήτων για την ενότητα των Ορθοδόξων Εθνών” (Μόσχα 2006). Παράσημο «Πρίγκιπος Γιαροσλάβ του Σοφού» Γ΄ τάξεως, της Δημοκρατίας της Ουκρανίας (2008). «Μέγα Χρυσόν Παράσημον του Αποστόλου Βαρνάβα» της Εκκλησίας της Κύπρου (2008).
Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Μάρκου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (2009). Παράσημο «Γεωργίου Καστριώτη – Σκεντέρμπεη» της Δημοκρατίας της Αλβανίας (2010)
Ανώτατο παράσημο της Εκκλησίας της Σερβίας του Αυτοκράτορος Αγίου Κωσταντίνου του Μεγάλου (2013)
Ανώτατο παράσημο «Πρίγκιπος Γιαροσλάβ του Σοφού» Α΄ τάξεως της Δημοκρατίας της Ουκρανίας (2013). «Βραβείο δοκιμίου ελευθέρου στοχασμού» Παν. Φωτέα (2015). Παράσημο του Αγίου Ιωάννου Βλαδιμήρου του Πατριαρχείου Σερβίας (2016)
Επίτιμος δημότης Δυρραχίου (2016), Καλαμάτας (2016), Λάρισας (2017), Πρέβεζας (2017). Ιδρύματος Μπότση στην 35η απονομή δημογραφικών βραβείων – Ειδική τιμητική διάκριση για το όλον έργο του (Ιανουάριος 2019). Γερμανικό βραβείο «Klaus Hemmerle» της κινήσεως Fokolare για την συμβολή στην προσέγγιση και ειρηνική συνύπαρξη λαών και πολιτισμών (2020).